καρπός

καρπός
I
(Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική βλάστη σχηματίζει το σπέρμα. Τέλος, η ωοθήκη αυξάνεται για να μετατραπεί σε σαρκώδη (περικάρπιο), χυμώδη ή αποξυλωμένη θήκη, που περικλείει και προστατεύει το σπέρμα και σε ορισμένες περιπτώσεις παρεμβαίνει για να διευκολύνει τη διασπορά του.
Το περικάρπιο –το οποίο όπως αναφέρθηκε προέρχεται από τον μετασχηματισμό των τοιχωμάτων της ωοθήκης– μπορεί να είναι ενιαίο ή να διακρίνεται σε τρία στρώματα: το εξωκάρπιο ή επικάρπιο, που αποτελεί τον φλοιό των κ., το μεσοκάρπιο, δηλαδή το χυμώδες ή σαρκώδες μέρος των κ., και το ενδότερο στρώμα, το ενδοκάρπιο, που περιέχει τα σπέρματα. Ανάλογα με τη σύσταση, το πάχος και τη δομή αυτών των στρωμάτων, οι κ. διακρίνονται σε σαρκώδεις και ξηρούς. Οι πρώτοι έχουν μαλακό περικάρπιο, συνήθως από εύγευστες, γλυκές και θρεπτικές ουσίες, οι οποίες το καθιστούν κατάλληλο για τροφή. Παρουσιάζονται σε ποικίλους τύπους και είναι κατά το μεγαλύτερο ποσοστό αδιάρρηκτοι, δηλαδή όταν ωριμάσουν δεν ανοίγουν αυτόματα για να ελευθερώσουν τα σπέρματα, αλλά απλώς αποπίπτουν. Τα παραδείγματα σαρκωδών κ. που διαρρηγνύονται αυτόματα είναι σπανιότατα, όπως για παράδειγμα o κ. της πικραγγουριάς.
Οι γνήσια σαρκώδεις κ. διακρίνονται κυρίως σε: α) ράγα (σταφύλι, ντομάτα, πεπόνι), με μεμβρανώδες εξωκάρπιο και ενδοκάρπιο, που δεν διακρίνεται από το σαρκώδες και εύχυμο μεσοκάρπιο, παρά μόνο επειδή βρίσκεται σε άμεση επαφή με τα σπέρματα· σε ειδικές ράγες, όπως στα εσπεριδοειδή (πορτοκάλι, λεμόνι κλπ.), οι οποίες εμφανίζουν εσωτερική διαμερισματοποίηση, διακρίνεται φανερά το ενδοκάρπιο, σαν υμένας που περιβάλλει τις φέτες (καρπίδια ή σκελίδες)· β) δρύπη (κεράσι, δαμάσκηνο, βερίκοκο), όπου το εξωκάρπιο είναι λεπτό, το μεσοκάρπιο σαρκώδες και το ενδοκάρπιο ξυλώδες, δηλαδή το κέλυφος του πυρήνα (κουκούτσι) περικλείει τα σπέρματα· γ) πόμη (αχλάδι, μήλο), όπου το ενδοκάρπιο είναι δερματώδες, ενώ το υπάνθιο συμμετέχει ως έναν βαθμό στον σχηματισμό του κ.
Αντίθετα οι ξηροί κ. στερούνται μαλακών μερών, γιατί το περικάρπιό τους είναι φτωχό σε νερό. Σε αυτούς είναι εμφανέστερη η διάκριση μεταξύ αδιάρρηκτων και διαρρηκτών. Διαρρηκτοί είναι: α) η κάψα (παπαρούνα, βιόλα), που ανάλογα με τον τρόπο ανοίγματος, ονομάζεται φραγμορραγής ήτοιχορραγής και ανοίγει με βαλβίδες ή με πόρους· β) o θύλακος (γλυκάνισο, ακόνιτο), που ανοίγει με σχισμή κατά μήκος της γαστρικής ραφής του κ.· γ) ο χέδροπας (λοβός ή όσπριο), που έχει πολλούς σπόρους στερεωμένους κατά μήκος της μίας από τις δύο βαλβίδες και ανοίγει με σχισμή κατά μήκος της κοιλιακής και της νωτιαίας ραφής (κ. πολλών ελλοβόκαρπων)· δ) το κέρας, που φέρει τους σπόρους πάνω σε ψευδοδιάφραγμα, το οποίο συνδέει τις ραφές των βαλβίδων και ανοίγει με σχισμή από κάτω προς τα πάνω· ε) ο θραυστόκαρπος (ορισμένοι κ. σταυρανθών), ο οποίος διαχωρίζεται σε κλειστά μονόσπερμα καρπίδια. Αδιάρρηκτοι ξηροί κ. είναι το αχαίνιο, η καρύοψη, η σαμάρα, ο μεριστόκαρπος, το κάρυο και το σχιζοκάρπιο. Το αχαίνιο είναι συνήθως μικρό με λεπτό περικάρπιο που περικλείει ένα μοναδικό σπέρμα· είναι o τυπικός κ. κυρίως των σκιαδοφόρων (μάραθο, άνηθο), των συνθέτων (ήλιος, πικραλίδα, κορέοψις), των βοραγινιδών κ.ά. Τα σπέρματα αυτά διαθέτουν συχνά φτερωτούς πάππους και προεξοχές διαφόρων μορφών, με τα οποία διευκολύνεται η διασπορά τους από τον άνεμο. Η καρύοψις (όπως o κ. των σιτηρών) είναι στην ουσία ένα αχαίνιο, το σπέρμα του οποίου ενώνεται τελείως με το περικάρπιο· η σαμάρα, αντίθετα, αποτελείται από ένα σπέρμα τυλιγμένο σε ένα περικάρπιο, εφοδιασμένο με μεμβρανώδεις προεκτάσεις ή πτέρυγες (σφένδαμνος, πτελέα, μελιός). Ο μεριστόκαρπος είναι κ. ο οποίος δεν διαρρηγνύεται, ωστόσο διασπάται σε πολλά τμήματα, τα οποία παραμένουν σκληρά (ορισμένα είδη οσπρίων). To κάρυο έχει ένα εξωτερικό, ξυλώδες ή δερματώδες στρώμα και το σπέρμα είναι ελεύθερο στο εσωτερικό· επιπλέον φέρει συχνά μια εξωτερική επένδυση, περισσότερο ή λιγότερο πλήρη, το κύπελλο (φουντούκι, βαλανίδι). Τέλος, το σχιζοκάρπιο είναι κ. ο οποίος διασπάται σε μονόσπερμα κλειστά καρπίδια, που φέρουν εξαρτήματα μέσω των οποίων συνδέονται προσωρινά με έναν κεντρικό στυλίσκο, το καρποφόριο (πολλά φυτά των σκιαδοφόρων).
Αρκετοί κ. είναι εντελώς ιδιόμορφοι και χαρακτηρίζονται ως σύνθετοι κ., επειδή προέρχονται από περισσότερες από μία ωοθήκες· στην κατηγορία αυτή ανήκουν τα κοινοκάρπια και τα συγκάρπια ή σωροκάρπια. Οι πρώτοι προέρχονται από ωοθήκες πολλών ανθών, οι οποίες συμφύονται μεταξύ τους (π.χ. ανανάς), ενώ οι δεύτεροι προέρχονται από πολλές ωοθήκες του ίδιου άνθους (π.χ. βατόμουρο).
Τέλος, αξίζει να αναφερθεί ένας άλλος τρόπος διάκρισης των κ., σύμφωνα με τον οποίο αυτοί χωρίζονται σε αληθείς, στον σχηματισμό των οποίων συμμετέχει μόνο η ωοθήκη του άνθους, και σε ψευδείς κ., στους οποίους, εκτός από την ωοθήκη, συμμετέχουν στο σχηματισμό του κ. και άλλα μέρη του άνθους, που χρησιμεύουν στη στήριξη της ίδιας της ωοθήκης, όπως για παράδειγμα η ανθοδόχη στο μήλο ή στο αχλάδι, η οποία παίρνει πολύ μεγάλη ανάπτυξη και σχηματίζει αυτό που αποτελεί τη σάρκα των αχλαδιών και των μήλων. Στο μήλο είναι ιδιαίτερα φανερές οι κοιλότητες του κάλυκα και του μίσχου, όπου στη μεν πρώτη διατηρούνται τα σέπαλα του κάλυκα, με τη μορφή ροζέτας με πέντε αποξηραμένα φυλλάρια, ενώ στη δεύτερη είναι σφηνωμένος ο ανθικός μίσχος. Στους ψευδείς κ. ανήκουν επίσης η φράουλα, το μούρο και το σύκο. Ψευδείς κ., τέλος, θεωρούνται οι κώνοι και τα κυπαρισσόμηλα των κωνοφόρων. Σε αυτούς τα ξυλώδη λέπια προστατεύουν τα γυμνά σπέρματα, αλλά, ενώ στους κώνους (πεύκο, λάριξ, έλατο) τα λέπια έχουν σπειροειδή διάταξη, με τάση να παραμένουν ανοιχτά κατά την ωρίμανση, στα κυπαρισσόμηλα (κυπαρίσσι, γιουνίπερος) έχουν την τάση να παραμένουν συγκολλημένα, σχηματίζοντας σφαιροειδή κ.
καρποφόρα δενδροκομία. Κλάδος της κηποκομίας με σκοπό την καλλιέργεια και τη διατήρηση δέντρων για παραγωγή εδώδιμων κ. Τα δέντρα αυτά ονομάζονται καρποφόρα και οι εκτάσεις όπου καλλιεργούνται με ευνοϊκές συνθήκες κλίματος, λίπανσης και έκθεσης, δενδροκομεία.
Σήμερα, η καρποφόρα δενδροκομία βρίσκεται στη βάση των παραγωγικών πόρων πολλών χωρών της Ευρώπης –όπως η Ιταλία, η Γαλλία, η Ισπανία, η Ελλάδα– και της Αμερικής, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες (Καλιφόρνια)· αυτό συνδέεται με τη γενική αναγνώριση ότι τα φρούτα στις ημέρες μας δεν είναι πια ένα είδος πολυτελείας αλλά μια απαραίτητη τροφή για όλα τα στρώματα του πληθυσμού.
Συγχρόνως με την εξειδίκευση της καλλιέργειας των καρποφόρων δέντρων (οι παραγωγοί τείνουν πραγματικά να καλλιεργούν αυτά που οι κ. τους έχουν τη μεγαλύτερη ζήτηση στο εμπόριο ή είναι πιο ανθεκτικά στις ασθένειες), εξελίχθηκε και η τεχνική της αποθήκευσης, της διατήρησης, της συσκευασίας και της μεταφοράς· επιδιώκεται επίσης η δημιουργία νέων πρώιμων ή όψιμων ποικιλιών για την παραγωγή κ. σε οποιαδήποτε εποχή του έτους. Φυσικά, και σε αυτό τον κλάδο σημαντική είναι η συμβολή της γενετικής μηχανικής, η οποία αποσκοπεί στη δημιουργία ποικιλιών –μέσω μεταφοράς γονιδίων– με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όπως καθυστερημένη ωρίμανση, ανθεκτικότητα κατά τη μεταφορά ή υψηλή περιεκτικότητα σε ορισμένες χρήσιμες ουσίες· για παράδειγμα, έχουν ήδη παραχθεί μήλα που αργούν να ωριμάσουν, ντομάτες με αυξημένη περιεκτικότητα σε λυκοπένιο κ.ά.
Υπάρχουν, ωστόσο, παραδοσιακές δεντροκαλλιέργειες με πιο οικογενειακό χαρακτήρα. Ο μικρός καλλιεργητής καλλιεργεί καρποφόρα δέντρα, διάσπαρτα μέσα σε καλλιέργειες δημητριακών, λαχανοκομικών φυτών, αμπελιού κλπ., ενώ χρησιμοποιεί τους κ. πρώτα απ’ όλα για οικογενειακή κατανάλωση, διαθέτοντας μόνο τα περισσεύματα στο εμπόριο· τα πιο ανθεκτικά προϊόντα διατηρούνται καμιά φορά σε στεγνές και κλειστές αποθήκες, καλά προστατευμένες από το φως και τη ζέστη, όπου τα φρούτα τοποθετούνται σε ράφια και οι ξηροί κ. σε σάκους ή κιβώτια.
Η ελληνική παραγωγική δενδροκομία έλαβε τα τελευταία χρόνια μεγάλη ανάπτυξη, με ταυτόχρονη εναρμόνιση στις απαιτήσεις της ελληνικής και διεθνούς κατανάλωσης, γιατί μεγάλο μέρος της παραγωγής εξάγεται, κυρίως στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μεγάλο βήμα για την εξέλιξη της ελληνικής καρποφόρας δενδροκομίας αποτελεί από το ένα μέρος η δημιουργία βιομηχανικών οπωρώνων, που συμπληρώνονται με την ίδρυση συγχρονισμένων εγκαταστάσεων για τυποποίηση, συσκευασία και διατήρηση των φρούτων σε ψύξη, και από το άλλο η ραγδαία ανάπτυξη των γεωργικών βιομηχανιών, που τα μεταποιούν.
Σαρκώδεις καρποί: (1) δρύπες κερασιών.
Σαρκώδεις καρποί: (2) ράγες σταφυλιών.
Σαρκώδεις καρποί: (3) ράγες κολοκυθιάς.
Σαρκώδεις καρποί: (4) ράγες λεμονιάς.
Καρποί διαφόρων τύπων αδιάρρηκτοι: καρύδι καρυδιάς.Υπάρχουν ακόμα και καρποί εντελώς ιδιόμορφοι, όπως οι καρποταξίες και οι ψευδείς, όπως λέγονται, καρποί.
Καρποί διαφόρων τύπων αδιάρρηκτοι: καρποταξία ανανά. Υπάρχουν ακόμα και καρποί εντελώς ιδιόμορφοι, όπως οι καρποταξίες και οι ψευδείς, όπως λέγονται, καρποί.
Καρποί διαφόρων τύπων: θύλακος της κορονίλας της εμεροειδούς. Όλοι οι καρποί αυτοί χαρακτηρίζονται ως διαρρηκτοί ξεροί καρποί. Υπάρχουν ακόμα και καρποί εντελώς ιδιόμορφοι, όπως οι καρποταξίες και οι ψευδείς, όπως λέγονται, καρποί.
Καρποί διαφόρων τύπων: χέδροπας της φασολιάς. Όλοι οι καρποί αυτοί χαρακτηρίζονται ως διαρρηκτοί ξεροί καρποί. Υπάρχουν ακόμα και καρποί εντελώς ιδιόμορφοι, όπως οι καρποταξίες και οι ψευδείς, όπως λέγονται, καρποί.
Καρποί διαφόρων τύπων αδιάρρηκτοι: κώνος ή στρόβιλος του πεύκου. Υπάρχουν ακόμα και καρποί εντελώς ιδιόμορφοι, όπως οι καρποταξίες και οι ψευδείς, όπως λέγονται, καρποί.
Καρποί διαφόρων τύπων: κεράτιο της ελαιοκράμβης (λαδολάχανο). Όλοι οι καρποί αυτοί χαρακτηρίζονται ως διαρρηκτοί ξεροί καρποί. Υπάρχουν ακόμα και καρποί εντελώς ιδιόμορφοι, όπως οι καρποταξίες και οι ψευδείς, όπως λέγονται, καρποί.
Καρποί διαφόρων τύπων αδιάρρηκτοι: σαμάρα του σφενδάμνου. Υπάρχουν ακόμα και καρποί εντελώς ιδιόμορφοι, όπως οι καρποταξίες και οι ψευδείς, όπως λέγονται, καρποί.
Καρποί διαφόρων τύπων: κάψα του μελάνδριου του παραθαλάσσιου. Όλοι οι καρποί αυτοί χαρακτηρίζονται ως διαρρηκτοί ξεροί καρποί. Υπάρχουν ακόμα και καρποί εντελώς ιδιόμορφοι, όπως οι καρποταξίες και οι ψευδείς, όπως λέγονται, καρποί.
Καρποί διαφόρων τύπων αδιάρρηκτοι: νόθος καρπός αχλαδιάς. Υπάρχουν ακόμα και καρποί εντελώς ιδιόμορφοι, όπως οι καρποταξίες και οι ψευδείς, όπως λέγονται, καρποί.
Καρποί διαφόρων τύπων αδιάρρηκτοι: κυπαρισσόμηλο του γιουνίπερου. Υπάρχουν ακόμα και καρποί εντελώς ιδιόμορφοι, όπως οι καρποταξίες και οι ψευδείς, όπως λέγονται, καρποί.
Καρποί διαφόρων τύπων αδιάρρηκτοι: αχαίνια ανθρίσκου του δασόφιλου. Υπάρχουν ακόμα και καρποί εντελώς ιδιόμορφοι, όπως οι καρποταξίες και οι ψευδείς, όπως λέγονται, καρποί.
Καρποί διαφόρων τύπων αδιάρρηκτοι: καρυόψεις της βρίζας (σίκαλη). Υπάρχουν ακόμα και καρποί εντελώς ιδιόμορφοι, όπως οι καρποταξίες και οι ψευδείς, όπως λέγονται, καρποί.
II
(Νομ.) Κ. του πράγματος είναι τα προϊόντα του καθώς και καθετί που αποκτά κανείς από το πράγμα, σύμφωνα με τον προορισμό του. Κ. δικαιώματος είναι οι πρόσοδοι που παρέχει το δικαίωμα σύμφωνα με τον προορισμό του. Κ. είναι επίσης οι πρόσοδοι που παρέχει το πράγμα ή δικαίωμα με βάση κάποια έννομη σχέση (πολιτικοί κ.). Στην επίμορτη αγροληψία το μίσθωμα μπορεί να συμφωνηθεί σε ποσοστό των κ., που προσδιορίζεται από την επιτόπια συνήθεια. Η κυριότητα των κ. του πράγματος ανήκει και μετά τον αποχωρισμό στον κύριο του πράγματος.
* * *
(I)
ο (AM καρπός)
1. βοτ. φυτικό όργανο που προέρχεται από την ανάπτυξη και τον μετασχηματισμό τής ωοθήκης ως αποτέλεσμα τής γονιμοποίησης και το οποίο περιέχει τα σπέρματα, τά προστατεύει, συντελεί στη διασπορά τους και, σε πολλές περιπτώσεις, ρυθμίζει τον χρόνο τής βλάστησής τους
2. καθετί που παράγεται, προϊόν («καρπὸς εὐανθὴς μήλων» — το έριο, Οππ.)
3. (για παιδιά) γέννημα, γόνος («αυτό το παιδί είναι καρπός ενός εφηβικού έρωτα»)
4. το αποτέλεσμα μιας ενέργειας, το επακολούθημα (α. «καρποί μόχθων» β. «γλώσσης ματαίας μὴ 'κβάλῃς ἐπὶ χθόνα καρπὸν φέροντα», Αισχύλ.)
5. κέρδος, ωφέλεια (α. «έδωσαν καρπούς οι προσπάθειές σου» β. «οὐκ ἐξάγουσι καρπὸν οἱ ψευδεῑς λόγοι», Σοφ.)
6. φρ. «καρπός κοιλίας» — το έμβρυο
νεοελλ.
1. στον πληθ. οι καρποί
(νομ.) οι πρόσοδοι που έχουν οικονομική αξία και που τίς επιφέρει ένα πράγμα ή ένα δικαίωμα είτε άμεσα είτε με βάση μια έννομη σχέση
2. φρ. «ξηροί καρποί» — οι διατηρημένοι και αποξηραμένοι καρποί λόγω τού σκληρού τους περιβλήματος, όπως είναι τα αμύγδαλα, τα φιστίκια κ.λπ. β) «απαγορευμένος καρπός»
i) ο καρπός τού δένδρου τής γνώσεως τον οποίο ο θεός είχε απαγορεύσει να αγγίξουν οι πρωτόπλαστοι
ii) καθετί που επιθυμεί κάποιος πολύ αλλά δεν τού επιτρέπεται να τό απολαύσει
2. παροιμ. «από τον καρπό γνωρίζεται το δέντρο» — από τα έργα του κρίνεται ο άνθρωπος
μσν.
1. καρποφορία
2. λάφυρο
3. φρ. «ἔχω καρπὸν κοιλίας» — εγκυμονώ
αρχ.
1. το σιτάρι
2. πηγή, προέλευση
3. στον πληθ. οἱ καρποί
οι απολαβές («οἱ καρποὶ οἱ ἐκ τῶν ἀγελῶν γενόμενοι», Ξεν.)
4. φρ. α) «ἐπέων καρπός» — η ποίηση (Πίνδ.)
β) «φρενῶν καρπός» — η σοφία (Πίνδ.)
γ) μτφ. «καρπὸς ἥβης» — οι πρώτες τρίχες τού γενιού (Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καρπός ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *(s)kr-p- τής ΙΕ ρίζας *(s)ker-p- «κόβω» και συνδέεται με αρχ. ινδ. krpāna «ξίφος», λατ. carpō «δρέπω καρπούς, αποκτώ» και πιθ. αρχ. άνω γερμ. herbist «φθινόπωρο». Από τον τ. καρπός σχηματίζονται κύρια ονόματα, απλά όπως Καρπίης, Κάρπων, και σύνθετα όπως Εύκαρπος, Πολύκαρπος. Η λ. ως β' συνθετικό απαντά κυρίως με τη μορφή -καρπος, αλλά και -κάρπιος.
ΠΑΡ. καρπεύω, κάρπιμος, καρπούμαι, καρπώδης
αρχ.
καρπίζω
αρχ.-μσν.
καρπίον.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) καρπολόγος, καρποτοκία, καρποφάγος, καρποφθόρος, καρποφόρος
αρχ.
καρπόβρωτος, καρπογένεθλος, καρπογόνος, καρπομανής, καρποποιός, καρποσπόρος, καρποτελής, καρποτόκος, καρποτρόφος, καρποφύλαξ, καρπόφυλλον, καρποφυώ, καρπώνης
αρχ.-μσν.
καρποβάλσαμον, καρποδότης, καρποφορία
μσν.
καρποβλαστώ, καρποβριθώ, καρποδοσία, καρποζιζανιοφόρος, καρποποιητικός, καρποφόρημα, καρποφόρα
μσν.- νεοελλ.
καρπερός
νεοελλ.
καρποκτησία. (Β' συνθετικό) αγλαόκαρπος, άκαρπος, ακρόκαρπος, γλυκύκαρπος, δίκαρπος, επίκαρπος, εύκαρπος, καλλίκαρπος, λεπτόκαρπος, μεγαλόκαρπος, μικρόκαρπος, ολιγόκαρπος, ολόκαρπος, πικρόκαρπος, πυκνόκαρπος
αρχ.
αείκαρπος, αμφίκαρπος, αριστόκαρπος, αυτόκαρπος, βαθύκαρπος, βραδύκαρπος, γυμνόκαρπος, εγκάρπιος, έγκαρπος, ελλοβόκαρπος, εμπεδόκαρπος, εξώκαρπος, επετειόκαρπος, επικάρπιος, επιφυλλόκαρπος, ετερόκαρπος, ηδύκαρπος, κατάκαρπος, κλυτόκαρπος, κωνόκαρπος, λευκόκαρπος, μελάγκαρπος, μυριόκαρπος, ξηρόκαρπος, ομφακόκαρπος, ομφαλόκαρπος, οπισθόκαρπος, οψίκαρπος, πάγκαρπος, πλαγιόκαρπος, πλατύκαρπος, πρωΐκαρπος, πρωτόκαρπος, στελεχόκαρπος, τελεσίκαρπος, τερίκαρπος, τρίκαρπος, υπόκαρπος, φερέκαρπος, φθινόκαρπος, χλοόκαρπος, χρηστόκαρπος, χρυσεόκαρπος, χρυσόκαρπος, ωλεσίκαρπος, ωραιόκαρπος, ωριόκαρπος
νεοελλ.
αδρόκαρπος, ακανθόκαρπος, αμυγδαλόκαρπος, γλυκόκαρπος, ελαιόκαρπος, ενδόκαρπος, μονόκαρπος, ξινόκαρπος, πολύκαρπος, πρινόκαρπος, ριζόκαρπος, σταφιδόκαρπος, χαμόκαρπος].
————————
(II)
ο (AM καρπός)
ανατ. το τμήμα τού χεριού ανάμεσα στο αντιβράχιο και στο μετακάρπιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίζεται από συνεσταλμένη βαθμίδα kwrp- τής ΙΕ ρίζας *kwerp- «στριφογυρίζω» και συνδέεται με αγγλοσαξ. hweorfan «κατευθύνομαι, ταξιδεύω, αρχ. άνω γερμ. hwerban, hwerfan «στρέφομαι, ταξιδεύω», νέο άνω γερμ. «επιδιώκω να». Η αντιπροσώπευση τής συνεσταλμένης βαθμίδας *kwrp- στην Ελληνική θα μάς έδινε τύπο *κFαρπός. Ο τ. *κFαρπός > καρπός, με αντιπροσώπευση τού *kF-(*kw) ως κ αντί π- ανομοιωτικά (δηλ. *κFαρπός > *παρπός > καρπός (πρβλ. καπνός, κόλπος). Κατά μία άλλη άποψη, η οποία όμως δεν φαίνεται πιθανή, η λ. καρπός (χεριού) απέδιδε μια μεταφορική έννοια τής λ. καρπός (φρούτο) λόγω τής ομοιότητας τού καρπού τού χεριού με τους καρπούς ορισμένων δέντρων (λ.χ. τού κυπαρισσιού). Η λ. ως β' συνθετικό απαντά και με τη μορφή -κάρπιος.
ΠΑΡ. αρχ. καρπίζω, καρπωτός
νεοελλ.
καρπιαίος, καρπικός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. καρπόδεσμα, καρποδέσμια, καρπόδεσμος. (Β' συνθετικό)
μετακάρπιο(ν), υποκάρπιο(ν)
αρχ.
υποκάρπιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καρπός — 1 fruit masc nom sg καρπός 2 wrist masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρπός — ο 1.το προϊόν της τελικής εξέλιξης του άνθους, φρούτο: Έχουμε αγοράσει ξηρούς καρπούς. 2. καρπός των σιτηρών: Σπέρνουν, θερίζουν τον καρπό κι η καλαμιά απομένει (δημ. τραγ.). 3. προϊόν, γέννημα: Καρπός παράνομου έρωτα. 4. καλό ή κακό αποτέλεσμα,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Παπαδόπουλος, Κάρπος — Φιλικός. Καταγόταν από τον Αίνο της Θράκης. Το 1818 εγκαταστάθηκε στην Οδησσό, όπου ασχολήθηκε με το εμπόριο και πλούτισε. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και, όταν άρχισε η Επανάσταση του 1821, γύρισε στην Ελλάδα και πολέμησε με το σώμα του Οδυσσέα… …   Dictionary of Greek

  • μήλο — Καρπός που προέρχεται όχι μόνο από το μετασχηματισμό των ιστών της ωοθήκης του άνθους, αλλά και από τους ιστούς των οργάνων στήριξης του· βοτανικά είναι ένας ψευδής καρπός, αρκετά ογκώδης. Τυπικά παραδείγματα τέτοιων καρπών είναι οι καρποί των… …   Dictionary of Greek

  • καρποί — καρπός 1 fruit masc nom/voc pl καρπός 2 wrist masc nom/voc pl καρπόω bear fruit pres subj mp 2nd sg καρπόω bear fruit pres ind mp 2nd sg καρπόω bear fruit pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρπούς — καρπός 1 fruit masc acc pl καρπός 2 wrist masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρπέ — καρπός 1 fruit masc voc sg καρπός 2 wrist masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρπῷ — καρπός 1 fruit masc dat sg καρπός 2 wrist masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρπόν — καρπός 1 fruit masc acc sg καρπός 2 wrist masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρπώς — καρπός 1 fruit masc acc pl (doric) καρπός 2 wrist masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”